- απομιμησις
- ἀπομίμησιςἀπο-μίμησις-εως (μῑ) ἥ точное воспроизведение, подражание
(ἔκ τινος Arst.; τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔκ τινος Arst.; τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπομίμησις — imitation fem nom sg ἀπομιμήσις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμήσεις — ἀπομίμησις imitation fem nom/voc pl (attic epic) ἀπομίμησις imitation fem nom/acc pl (attic) ἀπομιμήσις fem nom/voc pl (attic epic) ἀπομιμήσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομίμησιν — ἀπομίμησις imitation fem acc sg ἀπομιμήσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμήσεως — ἀπομιμήσεω̆ς , ἀπομίμησις imitation fem gen sg (attic) ἀπομιμήσεω̆ς , ἀπομιμήσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομίμηση — η (AM ἀπομίμησις) τέλεια μίμηση νεοελλ. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος 2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη 3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο … Dictionary of Greek